ακέρδευτος

ακέρδευτος
ακέρδευτος, -η, -ο και ακέρδητος, -η, -ο και ακέρδιστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν κέρδισε: Από τη δουλειά εκείνη είχε βγει ακέρδιστος.
2. αυτός που δεν κερδήθηκε, δεν αποχτήθηκε: Με όλα τα έξοδα στα δικαστήρια το χτήμα έμεινε ακέρδευτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακέρδευτος — η, ο [κερδεύω] 1. αυτός που δεν έχει κερδηθεί ή δεν μπορεί να κερδηθεί 2. αυτός που δεν έχει κερδίσει ή δεν μπορεί να κερδίσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”